ἀνυπέρβατος — impassable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανυπέρβατος — η, ο (Α ἀνυπέρβατος, ον) 1. (για τόπους) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον περάσει, να τον υπερπηδήσει («κρημνοὺς ἀνυπερβάτους») 2. μτφ. ανυπέρβλητος, ακατανίκητος αρχ. (επίρρ., τως) α) χωρίς καμμιά παράλειψη β) λεπτομερώς γ) συνεχώς … Dictionary of Greek
ἀνυπερβάτως — ἀνυπέρβατος impassable adverbial ἀνυπέρβατος impassable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπέρβατον — ἀνυπέρβατος impassable masc/fem acc sg ἀνυπέρβατος impassable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπερβάτου — ἀνυπέρβατος impassable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπερβάτους — ἀνυπέρβατος impassable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՎԵՐԱԴԻՐ — ( ) NBH 1 0240 Chronological Sequence: Unknown date ա. Այն ինչ՝ քան զորի վեր դնիլ կամ անցանել անմարթ է. ἁνυπέρβατος insuperabilis *Անվերադիր մտածութիւն, ըստ որ ոչ է ʼի վեր ելանել խորհրդովք. Բրս. յ՝իսկզբանէ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)